- κάψωμα
- το -ατος, το αίσθημα της υπερβολικής ζεστής: Δεν αισθάνεσαι καθόλου κάψωμα που φοράς χοντρά ρούχα τώρα το καλοκαίρι;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάψωμα — το [καψώνω] 1. το αίσθημα υπερβολικής ζέστης 2. η μετάδοση θερμότητας … Dictionary of Greek